διάδρομος — running through masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδρομος — ο (AM διάδρομος, Α και διάδρομος, ον) 1. η δίοδος, το πέρασμα 2. επιμήκης χώρος μέσω τού οποίου συγκοινωνούν μεταξύ τους και με την έξοδο τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο 3. χώρος επιμήκης για την επικοινωνία τών διαμερισμάτων ενός… … Dictionary of Greek
αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους … Dictionary of Greek
διαδρόμου — διάδρομος running through masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρόμους — διάδρομος running through masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρόμων — διάδρομος running through masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρόμῳ — διάδρομος running through masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδρομα — διάδρομος running through neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek