διάδρομος

διάδρομος
ο
1. δίοδος, μακρόστενο πέρασμα: Τα δωμάτια στους ορόφους του ξενοδοχείου είναι τοποθετημένα στο μήκος ευρύχωρων διαδρόμων.
2. οι διαγραμμισμένες λωρίδες των σταδίων, όπου τρέχουν οι δρομείς: Ο κάθε αθλητής πρέπει να παραμένει στο διάδρομό του σε όλη τη διάρκεια του αγώνα.
3. ειδικά κατασκευασμένη πίστα στα αεροδρόμια για την απογείωση και την προσγείωση των αεροπλάνων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διάδρομος — running through masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάδρομος — ο (AM διάδρομος, Α και διάδρομος, ον) 1. η δίοδος, το πέρασμα 2. επιμήκης χώρος μέσω τού οποίου συγκοινωνούν μεταξύ τους και με την έξοδο τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο 3. χώρος επιμήκης για την επικοινωνία τών διαμερισμάτων ενός… …   Dictionary of Greek

  • αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους …   Dictionary of Greek

  • διαδρόμου — διάδρομος running through masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρόμους — διάδρομος running through masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρόμων — διάδρομος running through masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρόμῳ — διάδρομος running through masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάδρομα — διάδρομος running through neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”